- ποταινός
- ποταινός, ή, όν, f.l. ([etym.] ποτ' αἰναί) for ποταναί in Epich.61.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποταινός — ή, όν Α εσφ. γρφ. τού ποτανός* … Dictionary of Greek